φαινομενολογικός

φαινομενολογικός
-ή, -ό, Ν [φαινομενολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαινομενολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαινομενολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φαινομενολογία (βλ. λ.): Φαινομενολογική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”